Η πόλη μας

Η πρωτεύουσα της Ρούμελης, με 45.000 κατοίκους, κατέχει την θέση της αρχαίας ομώνυμης Φθιωτικής πόλης. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πότε ακριβώς χτίστηκε, μνημονεύεται, όμως, για πρώτη φορά σε σχέση με σεισμό που έγινε το 424 π.Χ.

Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη χτίστηκε από τον Λάμο (ή Λάμιο), που ήταν γιος του Ηρακλή ή τη Λαμία, που ήταν θυγατέρα του Ποσειδώνα και βασίλισσα της Τραχίνας. Ορθότερη μάλλον είναι η άποψη ότι η πόλη δεν πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή (ή την ιδρύτρια της) αλλά ότι πρόκειται για αναγραμματισμό της λέξης Μαλία, ονομασία που έφερε η γύρω περιοχή. Ανήκε διαδοχικά στους αρχαίους Φθιώτες και τους Μαλιείς. Φαίνεται, πάντως, ότι για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα η Λαμία εξαρτιόταν από τους βορειότερους Θεσσαλούς δηλαδή τους Αχαιούς Φθιώτες, ενώ μετά το 344 π.Χ. περιέρχεται στους Μακεδόνες.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Έλληνες, πρωτοστατούντων των Αθηναίων, εξεγέρθηκαν κατά των Μακεδονικών φρουρών ζητώντας την ανεξαρτησία τους. Στις αθηναϊκές πρεσβείες που στάλθηκαν στην σημερινή περιοχή της Φθιώτιδας, απάντησαν πρόθυμα οι Οιταοί (πλην Ηρακλειωτών), οι Αχαιοί της Φθιώτιδας (πλην Θηβαίων - του σημερινού νομού Μαγνησίας), οι Μαλιείς (πλην Λαμιέων), οι Λοκροί, οι Αινιάνες. Ο διάδοχος του Αλεξάνδρου στη Μακεδονία, Αντίπατρος, πέρασε στη Θεσσαλία, με 13.000 πεζούς και 600 ιππείς. Ύστερα από ήττα του σε μάχη που, πιθανόν, δόθηκε στην Ηράκλεια του Σπερχειού, κλείστηκε στην φιλική του Λαμία που έδωσε, έτσι, το όνομά της στον πόλεμο (Λαμιακός Πόλεμος 323-322 π.Χ.). Οι Αθηναίοι τον πολιόρκησαν εκεί μέχρι τον θάνατό του στρατηγού τους Λεωσθένη και την άφιξη, στην Θεσσαλία, Μακεδονικού στρατού 21.000 ανδρών.

Το 302 π.Χ., ο Δημήτριος Πολιορκητής θα την ελευθερώσει από την μακεδονική ηγεμονία και θα τιμηθεί από την πόλη με την κοπή νομισμάτων. Και μέχρι να υποταχθεί στους Ρωμαίους η πόλη θα δεχθεί την Θεσσαλική επίδραση και θα γίνει μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας.

Ο επόμενος αιώνας είναι εποχή μεγάλης ακμής για την πόλη, πράγμα που καταδεικνύεται από τα νομίσματά της. Όμως το 190 π.Χ., μετά από μακρά πολιορκία, κυριεύεται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι την κατέστρεψαν. Με την διοικητική μεταρρύθμιση του Αυγούστου, η Λαμία ενώθηκε, το 27 π.Χ., μετά την Θεσσαλία και η νέα χώρα ονομάστηκε Φθιώτις.

Τον όγδοο αιώνα, η πόλη αναφέρεται ως έδρα επισκόπου και το 869 μ.Χ. αναφέρεται με το νέο όνομα Ζητούνιον. Κοντά στη Λαμία έγινε η περίφημη μάχη του Σπερχειού (995 μ.Χ.), κατά την οποία ο Βυζαντινός στρατός υπό τον Νικηφόρο Ουρανό, κατέστρεψε τους Βουλγάρους του Σαμουήλ εξανεμίζοντας τις βλέψεις του στην Ελλάδα.

Με την τέταρτη Σταυροφορία (1204) και την Φραγκική κατάκτηση της Ελλάδας, το Ζητούνι υπάγεται στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης και δίνεται ως το τιμάριο στο θρησκευτικό τάγμα των ιπποτών του Ναού της Ιερουσαλήμ. Το όνομα της πόλης εκγαλλίζεται σε Giton και, με την διάλυση του τάγματος, υπάγεται στο Δουκάτο των Αθηνών για να καταλυθεί, στην συνέχεια, από τους Καταλανούς που την κρατούν μέχρι το τέλος σχεδόν, του 14ου αιώνα. Το ισπανικό της όνομα είναι EL Cito και θα ξαναπεράσει στην Βυζαντινή κυριαρχία πριν καταλυθεί από τους Τούρκους και ονομαστεί από αυτούς Ιζντίν.

Την Άνοιξη του 1458 πέρασε από το Ζητούνι, με προορισμό την Πελοπόννησο, ο Σουλτάνος ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής, ενώ από τους περιηγητές που επισκέφτηκαν την πόλη, ονομαστός είναι ο Εβλιά Τσελεμπί. Στη διάρκεια του Τουρκοενετικού πολέμου (1690-1718) οι κάτοικοι του Ζητουνίου και της περιοχής γνώρισαν πολλές ταλαιπωρίες.

Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η πόλη ήταν κέντρο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων και εδώ γνώρισε μαρτυρικό θάνατο ο ήρωας της Αλαμάνας, Αθανάσιος Διάκος.

Μετά το τέλος του πολέμου και έπειτα από διπλωματικό αγώνα, η πόλη επιδικάστηκε στους Έλληνες και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Ζητούνι στις 28 Μαρτίου 1833, αφήνοντας σε αυτήν μόνο 24 ελληνικές οικογένειες. Για 50 χρόνια η Λαμία, που στα 1836 ξαναπήρε την παλιά της ονομασία, θα είναι μια ακριτική πόλη.

Στα 1866 ιδρύεται το Γυμνάσιο και την επόμενη χρονιά το Τουρκικό Προξενείο. Η πόλη αποκτά τελωνείο, νοσοκομείο και γίνεται ένα διοικητικό και πνευματικό ελληνικό ακριτικό κέντρο, στο οποίο φτάνουν Έλληνες από τις υπόδουλες περιοχές για να φοιτήσουν στο γυμνάσιο ή για να γλιτώσουν τις διώξεις των Τούρκων.

Ιδρύονται τυπογραφεία και τυπώνονται τα πρώτα βιβλία (1837), και εκδίδονται εφημερίδες (1856). Η εδώ εγκατάσταση πολλών αγωνιστών του 1821 δημιούργησε μια αντιοθωνική εστία με αποκορύφωμα το 1862, όταν με την έξωση του Όθωνα, στη Λαμία καταργήθηκε το κράτος και διοικούσε την πόλη Επαναστατική Επιτροπή.

Στα 1856 ιδρύεται το φθινοπωρινό παζάρι της πόλης και στα 1860 το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα. Το εμπόριο γνωρίζει άνθηση και η Λαμία είναι έδρα Επισκοπής, Νομαρχίας, Δημαρχίας.

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881) ήταν καθοριστική για τη Λαμία, αφού έπαψε, έτσι να είναι ακριτική πόλη αν και στον άτυχο πόλεμο του 1897 διέτρεξε άμεσο κίνδυνο να καταλυθεί από τους Τούρκους.

Το 1900 ιδρύεται η "Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας", η πρώτη συνεταιριστική τράπεζα στον ελλαδικό χώρο και από το 1911 αποκτά εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και ηλεκτροφωτίζεται. Ο εθνικός διχασμός δεν άφησε ανεπηρέαστη τη Λαμία: Στις 2 Φεβρουαρίου 1918, κατά την επιστράτευση του 2ου Συντάγματος Πεζικού Λαμίας εκδηλώθηκε στάση κατά της κυβέρνησης Βενιζέλου, η οποία κατεστάλη από Σύνταγμα Κρητών και οδήγησε στην εκτέλεση επτά πρωταιτίων.

Σήμερα η πόλη παρουσιάζει μια πληθυσμιακή έκρηξη αφού η Κατοχή και, κυρίως, Εμφύλιος Πόλεμος συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη της αστυφιλίας με όλες της τις επιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο πληθυσμός της πόλης ήταν, το 1910 9.500 κάτοικοι. Ογδόντα χρόνια αργότερα έφτασε τους 45.000 κατοίκους.

 

Πηγή: Δήμος Λαμιέων